- μονοτόνως
- μονότονοςof one toneadverbialμονότονοςof one tonemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονότονος — η, ο (ΑΜ μονότονος, ον) αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, ομοιόμορφος, που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική ποικιλία·|| νεοελλ. 1. (για ύφος λόγου) μτφ. αυτός που είναι υπερβολικά ομοιόμορφος, που… … Dictionary of Greek